«Το εγώ είναι ένας άλλος. Αν ο χαλκός ξυπνά κι έχει γίνει σάλπιγγα, δεν ευθύνεται εκείνος. Ο ποιητής βρίσκεται εκεί όπου γεννιέται η σκέψη του, την κοιτά, την ακούει. Σε κάθε μορφή έρωτα, οδύνης, τρέλας – ψάχνει τον εαυτό του, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, και κρατάει από όλα αυτά μόνο τις πεμπτουσίες. Γνώστης γιατί φτάνει στο Άγνωστο.
Είναι κλέφτης φωτιάς. Καθήκον του, να μας κάνει να νιώσουμε, ν’ αγγίξουμε, να ακούσουμε ό,τι ανακαλύπτει. Αν αυτό που προσφέρει από κει κάτω έχει μορφή – προσφέρει μορφή, αν είναι άμορφο, δίνει κάτι άμορφο. Το ζήτημα είναι να βρεις μια γλώσσα. Μια γλώσσα της ψυχής για την ψυχή που θα συνοψίζει τα πάντα, ευωδιές, ήχους, χρώματα, γεμάτη σκέψη θα γαντζώνεται από τη σκέψη και θα την τραβά»1.
Μια γλώσσα τόσο προσωπική σαν Ανασκαφή όσο και οικουμενική σαν Εποχή Παραδείσου. Νοσταλγική σαν το χαμένο τραγούδι του Αρίωνα και ιλιγγιώδης σαν πτώση απ’ τον ναό του Σουνίου στο πορφυρό πέλαγο του δύοντος ηλίου. Γλυκά υποβλητική σα βυσσινιά στο σκοτάδι και αυστηρά ανάλαφρη σαν φτερούγισμα Αρχαγγέλου. Άυλη μέσα στην υλικότητά της – σα λαμπηδόνα τέφρας. Βαριά σαν άστρο από ατσάλι και βελούδινη σαν άνθος του νερού. Φλογερή σα στιλέτο αχτίδας και κρυστάλλινη σαν έναστρη σταγόνα στη μέση τ’ ουρανού. Χοϊκή σα λάσπη από νεκρά τριαντάφυλλα και αιθέρια σαν πέταγμα περιστεριού. Ερμής που ντύθηκε τη λυπημένη σάρκα της Αφροδίτης. Ανένταχτη, αλλά όχι αποδομητική. Ανατρεπτική – χωρίς να είναι μηδενιστική προς την παράδοση. Αίσθηση πρωτόγονου μες στο κατεργασμένο. Νύξη καταιγίδας στην καρδιά του λιοπυριού. Γλώσσα έκγονο της συγκρουσιακής ή συνεργατικής διαλεκτικής σχέσης του Διόνυσου με τον Απόλλωνα στον νου αστού εστέτ με λαϊκή ιδιοσυγκρασία.