«Για κοίτα `κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα»
(χρησιμοποιώ τον συγκεκριμένο στίχο του Διονυσίου Σολωμού που αποτυπώνει τον τρόπο εκδήλωσης του είναι εν τω γίγνεσθαι ως καταστροφή και εκ νέου δημιουργία)
Από το πύρινο γίγνεσθαι μέσα στο οποίο ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει το ρυθμό του Λόγου και του Κόσμου, του ανθρώπου και της πόλης, μέχρι το φωτοκεντρικό σύμπαν των ακαριαίων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων όπου αιωρείται η ανθρώπινη ύπαρξη σήμερα, κατά το luminocentrism του Virilio, το στοιχείο της φωτιάς και εκείνο του φωτός διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην πρόσληψη της σχέσης του Είναι με το γίγνεσθαι από τον άνθρωπο και καθορίζουν την κίνηση του ανθρώπινου όντος μέσα στον Κόσμο.
Η φωτιά που φανερώνει τα βάθη της ουσίας και προσφέρεται σαν αγάπη.[1] Τόσο οικουμενική όσο και προσωπική. Το φως που αποκαλύπτει και ακυρώνει. Διαφάνεια και τύφλωση.
Το φως του ηλίου που καλεί τα φυτά να ευδοκιμήσουν και το φως της οθόνης που προσκαλεί τους ανθρώπους της διαδικτυακής εποχής να επικοινωνήσουν. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, αλλά, θεωρώ πως, σε μεγάλο βαθμό, όσο ισχυρή φαντάζει, κάθε αυγή, η ανάγκη των ματιών μας να αντικρίσουν το φως της νέας ημέρας, άλλο τόσο ισχυρή μοιάζει η ανάγκη τους να κοιτάξουν την οθόνη, για τυχόν μηνύματα και ειδοποιήσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για το πρώτο google search της νέας μέρας, για να βάλουμε μουσική στο Youtube, κ.ά. Ως εκ τούτου, θα έφτανα στο σημείο να ισχυριστώ πως το φαινόμενο της φωτεινής οθόνης, αν και προϊόν της τεχνολογίας, θα μπορούσε να συγκαταλέγεται σε εκείνα τα φαινόμενα και τα στοιχεία της Φύσης που μας διέπουν, πια, τόσο πρωταρχικά όπως η φωτιά, το νερό, το χώμα, ο άνεμος ή το αίμα, χαράσσοντας τον αντίκτυπό τους στη συνειδησιακή και την ψυχική μας ζωή, για να θυμηθούμε το imagination de la matière του Bachelard. Φαίνεται, λοιπόν, πως στη φύση της αλληλεπίδρασης του ανθρώπινου όντος με την κάθε είδους οθόνη όπου προβάλλεται η διαδικτυακή πληροφορία, υπάρχει ένα στοιχείο πιο ριζικό και πιο βαθύ από το επίπεδο της χρηστικότητας ενός ακόμη μέσου, αφού είναι το τεχνητό της φως που μας καλεί να περιπλανηθούμε στις ατέρμονες λεωφόρους του διαδικτύου, να εισέλθουμε στην εξωπραγματική πραγματικότητα του κυβερνοχώρου. Ένα στοιχείο που υπερβαίνει την έννοια του προβλήματος και αγγίζει το μυστήριο, εφόσον ξεπερνιούνται τα όρια που θέτει η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου. Γιατί, «ένα πρόβλημα είναι κάτι το οποίο κάποιος το συναντά και το βρίσκει ολόκληρο ενώπιόν του, και το οποίο κάποιος μπορεί να το χειριστεί, ενώ ένα μυστήριο είναι ένα ιδιόμορφο πρόβλημα που «παραβιάζει τα ίδια του τα δεδομένα» και είναι «μεταπροβληματικό». Σε αντιδιαστολή προς ένα «πρόβλημα», ένα «μυστήριο» είναι κάτι στο οποίο κάποιος αναμειγνύεται προσωπικώς, και, γι’ αυτό, η διάκριση μεταξύ αυτού που είναι η συνείδηση κάποιου και αυτού που βρίσκεται ενώπιόν του δεν ισχύει.»[2]
Εκδηλούμενος ως μυστήριο, ο κόσμος του διαδικτύου, καρπός μιας άνευ προηγουμένου τεχνολογικής επανάστασης στον χώρο του ηλεκτρομαγνητισμού, προβάλλεται στην οθόνη. Το συναπάντημα του αμφιβληστροειδούς μας με την φωτεινή της επιφάνεια αποτελεί τον αναγκαίο όρο για τη μύηση.
*
Νάρκη και σπινθήρας, η φωτεινή οθόνη αποτελεί το αναγκαίο πεδίο της άνθισης του διαδικτυακού οικοσυστήματος και τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η παγκόσμια (επι)κοινωνία τον καιρό της πληροφορικής. Μιας εποχής που συναρτά την ανθρώπινη ύπαρξη με την ψηφιοποιημένη πληροφορία, την οποία το ανθρώπινο ον είτε δέχεται ως δέκτης είτε εκπέμπει ως πομπός. Μια εποχή που, καταργώντας τα σύνορα του τρόπου μετάδοσης και πρόσληψης της πληροφορίας, θέλει τον άνθρωπο σκηνοθέτη και σκηνοθετούμενο ταυτόχρονα. Μια τομή που επαναπροσδιορίζει το σχήμα και τον χαρακτήρα της σχέσης του ανθρώπου με τον Κόσμο και τα πράγματα, το δίπολο υποκείμενο–αντικείμενο, τον τρόπο ύπαρξής του, καθώς και το πώς αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τον εαυτό του μέσα στον Κόσμο.
Σε κάθε μεταιχμιακή εποχή, σαν και αυτή, που προκύπτει από την ανακάλυψη και την υιοθέτηση μιας ανατρεπτικής τεχνολογίας, στο δράμα της ανθρωπότητας, ο μύθος του Προμηθέα και ο μύθος του Ναρκίσσου επικαιροποιούνται συναιρούμενοι.
Η ψηφιοποιημένη πληροφορία που κινείται με την ταχύτητα του φωτός, ο κυβερνοχώρος, το διαδίκτυο με τα άπειρα μέσα και τις πλείστες εφαρμογές του, τεχνολογίες εφάμιλλης σημαντικότητας με το προμηθεϊκό πυρ, η χρήση του οποίου από τους ανθρώπους έθιγε το κατεστημένο status quo της κυριαρχίας των θεών, ανοίγουν έναν εντελώς νέο ορίζοντα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Η επαναστατική φύση και ο τρόπος λειτουργίας τους δύνανται να παράγουν ανατρεπτικά αποτελέσματα στο επιστημονικό, το οικονομικό, το κοινωνικό, το πολιτικό, το πολιτιστικό, το ανθρωπολογικό, το ψυχολογικό πεδίο, κ.α., επηρεάζοντας ολοκληρωτικά αυτόν τον νέο άνθρωπο που φωτοσυνθέτει μπροστά στην οθόνη. Αναγκασμένος, όμως, να βγάλει έξω από τον εαυτό του ένα ζωντανό μοντέλο του κεντρικού νευρικού του συστήματος, το οποίο υποκαθίσταται ή και αντικαθίσταται σταδιακά από το τεχνολογικό μέσο, στο βαθμό που «κάθε τεχνολογία συνιστά μια προέκταση ενός τμήματός μας (ενός μέλους, μιας αίσθησης ή μιας ικανότητάς μας)»[3], αυτός ο άνθρωπος Προμηθέας μοιάζει να βιώνει έναν καθοριστικό αυτοακρωτηριασμό. Σοκαρισμένος και ταυτόχρονα μαγεμένος από την προέκταση του εαυτού του σε ένα πολυδιάστατο μηχάνημα, ο σύγχρονος άνθρωπος, με μουδιασμένη, εν μέρει, την αντίληψή του, κινδυνεύει να καταστεί σερβομηχανισμός της ίδιας του της προέκτασης, σαν τον Νάρκισσο ο οποίος προσαρμόστηκε στην προέκταση του εαυτού του στη λίμνη καταντώντας κλειστό σύστημα.
*
Διαισθανόμενος διορατικά αυτό που θα ακολουθούσε, ο Martin Heidegger, ήδη από τη δεκαετία του 50’, αποφαινόταν ότι «η διαφαινόμενη παλίρροια της τεχνολογικής επανάστασης θα μπορούσε να σαγηνεύσει, να μαγέψει, να ξεγελάσει και να τυφλώσει τον άνθρωπο, πείθοντάς τον πως ο υπολογιστικός τρόπος σκέψης μπορεί, κάποια μέρα, να καταστεί ο μοναδικός τρόπος σκέψης.»[4] Με τα λόγια αυτά, ο φιλόσοφος δήλωνε ότι η στοχαστική ικανότητα – το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, ήταν πιθανό να πέσει θύμα της καλπάζουσας τεχνολογικής προόδου.
Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας θα μπορούσε να πνίξει την λεπτή ικανότητα αντίληψης, τη σκέψη και το συναίσθημα του ανθρώπου, που ανθίζουν μόνο μέσω της περισυλλογής και του στοχασμού. «Η φρενίτιδα της τεχνολογίας απειλεί να εδραιώσει την κυριαρχία της παντού.»[5]
Αυτή η «τεχνολογική φρενίτιδα» που ανησυχούσε τον Heidegger και που άρχισε, μετά το τέλος του 2ου Π.Π., να διαμορφώνει πραγματικότητες που μέχρι τότε φάνταζαν ασύλληπτες, αποτελούσε απότοκο των ρηξικέλευθων ανακαλύψεων στη Φυσική και τα Μαθηματικά, που είχαν προηγηθεί, οι οποίες, αποδομώντας την καθεστηκυία οντολογία, ένευαν προς έναν νέο πολιτισμικό ορίζοντα. Η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική, οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες και οι συναρτήσεις στη θεωρία των αριθμών έκαναν τον Oswald Spengler να συγγράψει την «Παρακμή της Δύσης», βουλιάζοντας στον βάλτο της απελπισίας, επειδή πίστεψε ότι ο δυτικός πολιτισμός υποχώρησε από το αριθμητικό μεγαλείο στην παραμυθένια χώρα των συναρτήσεων και των αφηρημένων σχέσεων. «Το πολυτιμότερο πράγμα στα κλασικά μαθηματικά είναι η πρότασή τους ότι ο αριθμός είναι η ουσία όλων των πραγμάτων που είναι αντιληπτά στις αισθήσεις. Ο ορισμός του αριθμού ως μέτρο περιέχει ολόκληρη την κοσμοθεωρία μιας ψυχής αφοσιωμένης με πάθος στο εδώ και το τώρα. Η μέτρηση μ’ αυτήν την έννοια σημαίνει μέτρηση κάποιου κοντινού και υλικού πράγματος»[6] έγραφε.
Αυτή η ρασιοναλιστική κοσμοθεώρηση, η βασισμένη στη ratio (αναλογία) ανάμεσα στα res (υλικά πράγματα), από τις αρχές του 2ου μισού του 20ου αιώνα, εξαϋλώνεται, σταδιακά, μαζί με τον γουτεμβεργιανό τύπο μέσα στην πυρκαγιά του ηλεκτρομαγνητισμού.
Η τεχνολογική υλοποίηση έχει τη μαγική ικανότητα να μεταφέρει το εύρημα από την πνευματική σφαίρα της σύλληψης στην απτή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Κάπως έτσι, μέσα σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, ό,τι για την αμέσως προηγούμενη γενιά φάνταζε αδιανόητο όταν το διάβαζε ως θεωρία στον ημερήσιο τύπο, για την επόμενη κατέστη αυτονόητο μέσα στην ηλεκτρονική συνθήκη της καθημερινής ζωής.
Υπό το φως της ηλεκτρονικής εποχής, η ομοιογένεια, η ομοιομορφία, η συνέχεια, που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της γουτεμβεργιανής – γραμμικής σκέψης και «δυτικής» κοσμοαντίληψης, αποσυντίθεται. Η εξειδίκευση της εκμηχανισμένης βιομηχανίας και η οργάνωσης της αγοράς, που έχει βάλει τον δυτικό άνθρωπο αντιμέτωπο με την πρόκληση να προσεγγίζει όλα τα πράγματα και τις λειτουργίες ένα κάθε φορά, δίνει τη θέση της στο multitasking του ψηφιακού κομπιούτερ και του διαδικτύου. Η τεχνική του κατακερματισμού, που ήταν η ουσία της μηχανικής τεχνολογίας και η βαθιά επίδρασή της στην ανθρώπινη διάνοια, αρχίζει να ηττάται αργά και σταθερά, αφού η ουσία της τεχνολογίας του αυτοματισμού είναι το αντίθετο. Είναι συνενωτική και αποκεντρωτική σε βάθος.
«Με τα νέα μέσα, λοιπόν, είναι δυνατή η αποθήκευση και η μετάφραση των πάντων. Ως προς την ταχύτητα, δεν υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω επιτάχυνσης από την ταχύτητα του φωτός. Τοποθετώντας το φυσικό σώμα μας εντός του προεκτεταμένου, μέσω των ηλεκτρικών μέσων, νευρικού συστήματός μας, ενεργοποιούμε μια δυναμική, με την οποία όλες οι προηγούμενες τεχνολογίες που είναι απλές προεκτάσεις των χεριών, των ποδιών, των δοντιών – όλες οι προεκτάσεις του σώματος, συμπεριλαμβανομένων και των πόλεων, μεταφράζονται σε πληροφοριακά συστήματα.»[7]
*
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η άμεση πρόσβαση στην πληροφορία και η ταυτόχρονη δυνατότητα εκπομπής πληροφορίας από τον κάθε κάτοικο του κυβερνοχώρου, δεν μπορούν παρά να έχουν καίριο αντίκτυπο στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Ο κυβερνοχώρος καθίσταται, σιγά σιγά, μία σύγχρονη αρένα συμμετοχής στη δημόσια ζωή, με την κλασική έννοια του όρου. Αποτελεί έναν τόπο όπου οι άνθρωποι μοιράζονται μία κοινή αίσθηση του ανοίκειν και του κοινωνείν. Τα διάφορα ιστολόγια/blogs, οι προσωπικές ιστοσελίδες/sites, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – Facebook, Twitter, κ.ά., χρησιμεύουν ως θεσμοθετημένα φόρουμ του δημοσίου διαλόγου, καθώς και της ανταλλαγής απόψεων για κάθε ζήτημα που αφορά την κοινωνική και πολιτική ζωή, από την τοπική μέχρι την παγκόσμια κλίμακα.
Σε μια εποχή που η αντιπροσωπευτική δημοκρατία κοινοβουλευτικού τύπου, μάλλον έχει πάψει να πείθει τους πολίτες και, ως εκ τούτου, ο συντηρητικός αναθεωρητισμός τονώνεται για άλλη μια φορά μέσα στην Ιστορία, οι νέες τεχνολογίες πληροφορίας και η λειτουργία τους βρίσκονται, για ορισμένους, πολύ κοντά σε αυτό που εννοούμε όταν λέμε «συμμετοχική δημοκρατία», από τον Αριστοτέλη έως και τον Habermas. «Το διαδίκτυο, με την αντιαπολυταρχική, αναρχική φύση του, χωρίς καμία κεντρική αρχή, προβάλλει σαν τη νέα σανίδα σωτηρίας για τη δημοκρατία. Αυτή είναι η άποψη των cyberlibertarians – οι οποίοι βλέπουν, στον κυβερνοχώρο, την προοπτική ενός νέου παγκόσμιου, αντιεξουσιαστικού, κοινωνικού χώρου, όπου δίνεται η δυνατότητα στον καθένα να εκφράσει τις απόψεις του χωρίς φόβο. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η υπερλεωφόρος της πληροφορίας θα είναι ικανή να υποστηρίξει μια μεγάλη ποικιλία νέων υπηρεσιών οι οποίες θα επιτρέπουν τη διακίνηση της πληροφορίας, ενδυναμώνοντας τους απλούς πολίτες και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα για μια καθολικά συμμετοχική «ψηφιακή δημοκρατία». Αυτή είναι η άποψη του διαδικτύου ως δημόσια σφαίρα.»[8]
Άλλη μία εμφατική εκδήλωση του αποκεντρωτικού χαρακτήρα του διαδικτύου είναι τα wiki (που σημαίνει γρήγορα στα χαβανέζικα). «Προβάλλοντας ως μια νέα μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης, τα wiki έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν στον καθένα που έχει πρόσβαση σε ένα από αυτά, να επιφέρει αλλαγές στο περιεχόμενό του. Το γεγονός αυτό επιτρέπει σε ομάδες ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που διαθέτουν και να συνεργάζονται.
Η Wikipedia, για παράδειγμα, όπως κάθε άλλο wiki, διατηρείται από εθελοντές, οι οποίοι συνεργάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν τους δικούς τους κανόνες σχετικά με τον τρόπο που αλληλεπιδρούν. Μέσω της συλλογής και της αξιολόγησης πληροφοριών από πολλαπλές πηγές, τα wiki ανοίγουν ένα μονοπάτι προς τη γνώση παρόμοιο με τα σμήνη πουλιών που επιλέγουν προς τα πού να πετάξουν.»[9]
*
Εκείνο, λοιπόν, που βλέπουμε να συμβαίνει στο διαδίκτυο, είναι αυτό που ενδεχομένως να γινόταν στο ξεκίνημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι άνθρωποι δε συνεργάζονται μεταξύ τους επειδή μια κυβέρνηση ή μια κεντρική εξουσία τους αναγκάζει να το κάνουν. Αντιθέτως, η ικανότητά τους να συνυπάρχουν αναδύεται αυθόρμητα από τις περιφερειακές πράξεις ατόμων που σχηματίζουν ομάδες με κοινή μοίρα και κοινό σκοπό.
Ωστόσο, αυτή η φαινομενική και, σε κάποιο βαθμό, πραγματική αποκέντρωση δεν ταυτίζεται με την ελευθερία. Η λογική καθεδρικού τύπου, στα πρότυπα της οποίας, ο άνθρωπος είχε συνηθίσει να οργανώνει τις κοινωνίες και τη ζωή του, έχει σίγουρα αποδομηθεί σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε επιτύχει την ευόδωση της πραγματικής ανεξαρτησίας του ατόμου, το οποίο βρίσκεται, σήμερα, αντιμέτωπο με μία εκ νέου παγίδευσή του κι έναν άνευ προηγουμένου εκμηδενισμό του μέσα στην αλγοριθμοποιημένη μάζα. Γιατί, όσο ευκολότερη γίνεται για τον καθένα η πρόσβαση στην πληροφορία, άλλο τόσο ευκολότερη μπορεί να είναι η χειραγώγησή του, αν λάβουμε, μάλιστα, υπ’ όψιν μας, πως οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες εντάσσονται σε μια καπιταλιστική ολιγοπωλιακή αγορά.
Πίσω από το απόλυτα φιλελεύθερο προσωπείο του, ο κυβερνοχώρος φέρει έναν ολοκληρωτικό κεντρικό έλεγχο, ο οποίος υφίσταται πίσω από κάθε διαδικτυακό ελεύθερο διάλογο και κάθε διαδικτυακή, δημόσια αλληλεπίδραση, ακόμα και με τη μορφή κρυφής παρακολούθησης.
*
Βαδίζοντας αέναα μέσα σε φανταχτερές, ψηφιακές λεωφόρους αλγορίθμων που χρησιμοποιούν παθητικά δεδομένα προκειμένου να βγάλουν συμπεράσματα για τη ζωή του, ο σύγχρονος άνθρωπος – νομάς, με ένα smartphone στο χέρι, κινούμενος στα όρια μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού, μόνιμα συνδεδεμένος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενημερώνεται, ψυχαγωγείται, επικοινωνεί, ερωτεύεται, καταφάσκει ως ύπαρξη μέσω των προβολών της οθόνης του. Ενώ οι μεγάλες εταιρίες σπεύδουν να στηρίξουν οικονομικά την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, διότι μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν στον διαφημιστικό τομέα, προκειμένου να προβλέψουν τι προϊόντα και ποιες υπηρεσίες θα αγοράσει κάποιος, αυτός καλείται να κατανοήσει την υπονόμευση της ελευθερίας του και να να βρει τρόπους να την υπερβεί.
Και κάπου εδώ κείται το τραγικό. Ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να υπερβεί τι και γιατί; Να υπερβεί τη φιλελεύθερη συνθήκη, τη δημιουργημένη από ένα μέσο που κάνει σε τόσους τομείς τη ζωή του ευκολότερη, για να οδηγηθεί στην ελευθερία. Ποια ελευθερία; Να υπερβεί την πλάνη του ψηφιακού-εικονικού κόσμου για να δει την αλήθεια. Ποια αλήθεια; Για ποια ελευθερία και ποια αλήθεια μπορούμε να μιλάμε μετά την εκθεμελίωση των αρχών ενός κόσμου που είχε ως βάση υπάρξεως και κίνησής του τη σύμπτωση της αλήθειας με τη ρεαλιστική θέσπιση, μέσα στο πλαίσιο του σχετικιστικού κυνισμού ενός μεταμοντερνισμού που ηδονίζεται με το μηδέν; Μήπως, τελικά, για το ανθρώπινο ον κάθε απελευθέρωση συνιστά κι έναν νέο εγκλωβισμό μέσα σε μια διαφορετικού τύπου προβολή της ανθρώπινης συνείδησης, αν δεχτούμε πως είναι αυτή που ορίζει αποκλειστικά την πραγματικότητα;
Σήμερα, λοιπόν, μεταφέροντας αργά, αλλά σταθερά, τη ζωή μας στο διαδίκτυο, μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την πραγματικότητα σα μια ροή ορθολογικής συνέχειας. Τη βιώνουμε σα στιγμές ασυνεχών θραυσμάτων στο μεταίχμιο ενός περιχαρακωμένου πραγματικού κόσμου και της ηλεκτρονικής μετουσίωσής του. Αυτό που θίγεται βασικά, εδώ, είναι η ύπαρξη του ανθρώπου ως εν κοινωνία όντος.
«Το διαδίκτυο καθιστά δυνατές νέες κοινωνικές μορφές, οι οποίες αποτελούν ριζικές τροποποιήσεις υπαρχόντων τύπων δικτυακών αλληλεπιδράσεων με τέσσερις τρόπους:
Γιγαντισμός: τεράστια αύξηση στην κλίμακα των δικτύων μας και στον αριθμό των ενδεχόμενων μελών.
Κοινοτικότητα: διεύρυνση της κλίμακας μέσω της οποίας μπορούμε να διανείμουμε πληροφορίες και να συνεισφέρουμε σε συλλογικές προσπάθειες.
Εξειδικευτικότητα: εντυπωσιακή αύξηση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δεσμών που μπορούμε να συνάψουμε.
Εικονικότητα: η ικανότητα να προσλαμβάνουμε εικονικές ταυτότητες.»[10]
Μέσα σε αυτήν την συνθήκη simulation[11], όρος που σημαίνει «προσομοίωση», αλλά και «προσποίηση», δεν γνωρίζουμε απαραίτητα ο ένας τον άλλον, αλλά την προβολή του άλλου στο μέσο, μία προβολή που περιλαμβάνει αποσιωπήσεις και κατασκευασμένες εικόνες ενός εαυτού – προφίλ που δημιουργείται, τις περισσότερες φορές, με την επιδίωξη να εντυπωσιάσει, δείχνοντας αυτό που νομίζει ότι θα αρέσει στους άλλους, αυτό που οι άλλοι περιμένουν από αυτόν να δείξει, πολλές φορές, κατ’ επιταγή της «μόδας».
Σαν διαφημίσεις εαυτών ή σαν προσωπεία ανταποκρινόμενα, κάθε φορά, στον ρόλο που επιθυμούν να παίξουν ανάλογα με αυτό που θέλουν να εκπέμψουν στον άλλον, οι χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως Facebook, Instagram, κ.ά, γαλουχούνται από το ίδιο το μέσο στο να συνδιαλέγονται χρησιμοποιώντας ως επιχειρήματα τα είδωλα των εαυτών τους σε αποσπάσματα εμπειριών ζωής (ταξίδια, εξόδους, κ.ά). Στην πραγματικότητα, οι διάλογοι αυτοί, στους οποίους ωθεί το ίδιο το περιβάλλον του μέσου, αποτελούν απόπειρες αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της κοινοποίησης.[12] Μπορούμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως εδώ διακυβεύεται το περιεχόμενο της σύγχρονης (επι)κοινωνίας, διότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αδιαμφισβήτητα ικανοποιούν την ανάγκη μας για συνεχή επικοινωνία, αλλά και μας ενθαρρύνουν να μεταχειριζόμαστε τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας σαν αντικείμενα.
Σαγηνευμένος από την ιδέα ότι σαγηνεύει τον άλλο, ο άνθρωπος του καιρού μας εγγράφεται στην πραγματικότητα μέσω της προβολής του στην οθόνη και μοιάζει να δέχεται, μάλλον αβίαστα, τον εαυτό του σαν προϊόν προς κατανάλωση σε μια συνθήκη μετακαπιταλιστικής ειδωλολατρίας.
*
Ωστόσο, ποιος μπορεί να προεξοφλήσει ότι αυτή η επιφανειακή προβολή του προσωπείου δε συνιστά και μία έκκληση του προσώπου για επικοινωνία; Κάπου εδώ, βέβαια, καλούμαστε να διακρίνουμε την αλήθεια του προσώπου από την αληθοφάνεια του προσωπείου. Ουσιαστικά, καλούμαστε, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να αρνηθούμε τη σαδομαζοχιστική άρνηση της ετερότητας του προσώπου – της προσωπικότητας ως ενός συνόλου γνωρισμάτων που κάνουν το(ν) ένα(ν) να διαφέρει από το(ν) άλλο(ν). Να την αποδεχτούμε και να μεθέξουμε στην αλήθεια αυτής της ετερότητας. Και είναι μέσα στο πλαίσιο της συνύπαρξης της ετερότητας (είτε αυτή λέγεται άνθρωπος, είτε κράτος, είτε πολιτισμός) με την κοινωνικότητα που μπορεί να ευδοκιμήσει η πολυπόθητη οικουμενικότητα και να διασωθεί η αξία του επιμέρους από την ομογενοποίηση μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης.
Θα μπορέσει, άραγε, η γρηγορούσα συνείδηση του ανθρώπινου όντος να υπερβεί το σοκ της νάρκωσης, η οποία αποτελεί, όπως είδαμε, την πρώτη αντίδραση του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι σε ένα μοναδικό αποκύημα της τεχνολογικής δεινότητας της ίδιας αυτής συνείδησης;
Μήπως, τελικά, η εποχή της έκρηξης της πληροφορίας, ανάλογα με τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της λήθης μας, μας παρέχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να οδηγηθούμε από τη θολή Βαβέλ στη διάφανη Πολιτεία, όσον αφορά τόσο τη σχέση με τον εαυτό μας όσο και τη σχέση μας με τον άλλο; Δυνάμενη, όπως προαναφέραμε, να υπερβεί την κυρίαρχη για αιώνες ρασιοναλιστική, καθεδρικού τύπου λογική του συγκεντρωτισμού καθώς και τον αντιδραστικό μηδενισμό που την αρνείται κάθετα επιβεβαιώνοντάς την, μήπως είναι μια εποχή, η οποία, δικαιώνοντας, σε μεγάλο βαθμό, την αρχαϊκή και μεσαιωνική ενατένιση της Ανατολής, δύναται να μας διδάξει, να μας κάνει να νιώσουμε πως το Απόλυτο υπάρχει, αλλά εκδηλώνεται με σχετικό και ρευστό τρόπο, διαχεόμενο πάντα παντού, εντός κι εκτός μας;
Μπορεί η εποχή μας να κάνει τον άνθρωπο να εμπιστευθεί και να επενδύσει σε εκείνη την πηγή του Λόγου που κατοικεί εντός του, η οποία υπερβαίνει την τεχνο-λογία ως εκδήλωση της ανασφάλειας ενός φοβισμένου ζώου, ελέγχοντάς την; Να λύσει τον Προμηθέα, να αφυπνίσει τον Νάρκισσο;
Και να μας εμφυσήσει το ότι η ελευθερία δε σέρνεται αλυσοδεμένη πίσω από την αρχή της όποιας προόδου, αλλά συνιστά γεγονός σύμφυτο της α-λήθειας του μέτρου του αν-αρχου ορίζοντα;
(*) Το κείμενο σχετίζεται με τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα με τίτλο“Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΑΠΟΤΟΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ – ο απελευθερωτικός και ναρκωτικός αντίκτυπος του διαδικτύου στη νέα γενιά Ελλήνων”, την οποία εκπόνησε στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paul Valery – Montpellier 3 σε συνεπίβλεψη με το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
[1] Gaston Bachelard, La psychanalyse du feu, Gallimard, Paris, 1949, p. 23.
[2] Marcel, The Philosophy of Existentialism, p.19.
[3] Marshall Mc Luhan, Understanding Media: The Εxtensions of Man, critical ed., ed. W Terrence Gordon, Corte Madera, 2003, p. 5.
[4] Martin Heidegger, The Question Concerning Technology and Other Essays, Harper & Row, New York, 1977, p. 35.
[5] Όπ.π.
[6] Mάρσαλ Μακ Λούαν, Μίντια: Οι προεκτάσεις του Ανθρώπου, μτφ. Σπύρος Μάνδρος, Κάλβος, Αθήνα, 2000, 143.
[7] Mάρσαλ Μακ Λούαν, Μίντια: Οι προεκτάσεις του Ανθρώπου, μτφ. Σπύρος Μάνδρος, Κάλβος, Αθήνα, 2000, σ. 76.
[8] Liza Tsaliki, The Internet as public sphere. Dan Fleming, (Ed.), A 21st century media studies textbook, Manchester University Press, Manchester, 2000, p. 125.
[9] N.A. Christakis & J.H. Fowler, Συνδεδεμένοι, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2010, σ. 367.
[10] N.A. Christakis & J.H. Fowler, Συνδεδεμένοι, Κάτοπτρο, Αθήνα, 2010, σ. 361
[11] Όρος από το έργο του Jean Baudrillard, Simulacres et Simulation, Paris, Galilée, 1981 .
[12] Sherry Turkle, Alone Together: Why we expect more from technology and less from each other, Basic Books, New York, 2012, p. 19.